λέρα

λέρα
pislik, kir, pasak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λέρα — η 1. βρόμα, ακαθαρσία: Γιατί έχεις πάνω σου τόση λέρα; 2. μτφ., άνθρωπος αισχρός: Μην κάνεις παρέα μαζί του, είναι αυτός μια λέρα! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέρα — η (Μ λέρα) 1. βρομιά, ρύπος, ακαθαρσία 2. κηλίδα, λεκές νεοελλ. αισχρός και κακοήθης άνθρωπος, κάθαρμα μσν. αμάρτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. λερώνω (πρβλ. απλώνω: άπλα)] …   Dictionary of Greek

  • λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • гнѣвьныи — (34) пр. 1. Относящийся к гнѣвъ в 1 знач.: погѹбить м(о)лтвьнѹѭ красотѹ помнѣниѥ гнѣвьноѥ Изб 1076, 55; Вельми хощеть нѹдитис˫а чл҃вкъ. да ѹдьржить страсть гнѣвьнѹю. СбТр ХII/XIII, 70; д҃хъ бо гнѣвныи в нашемь ср҃дци сѣдѩи. ПрЛ XIII, 58в;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άπλα — η 1. ανοιχτός, υπαίθριος χώρος 2. γεν. ευρυχωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απλώνω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. ανασαίνω ανάσα, λερώνω λέρα κ.λπ.) ή < απλός (πρβλ. φαλακρός φαλάκρα)] …   Dictionary of Greek

  • άρδα — ἄρδα, η (Α) η λέρα, η βρομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. είναι η σύνδεση με το ρ. ἄρδω (παρά το αρχικό ᾰ τού ἄρδᾰ). Ο τ. προέρχεται είτε από ἄ ρδιᾰ (> ἀρτδᾰ > ἄρδᾰ) είτε από ἄρδη με υστερογενή βράχυνση του η σε ᾰ] …   Dictionary of Greek

  • ακαθαρσία — η (Α ἀκαθαρσία) [ἀκάθαρτος] 1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά 2. λεκές, λέρα 3. τα έμμηνα* νεοελλ. κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανα αρχ. 1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • απινής — ἀπινής, ές (Α) ο καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πίνος «ακαθαρσία, λέρα»] …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπινής — ές (Α ἀρχαιοπινής, ές) 1. αυτός που έχει τη σκουριά της αρχαιότητας 2. αυτός που έχει την απλότητα του αρχαίου ύφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + πινής < πίνος «ακαθαρσία, λέρα»] …   Dictionary of Greek

  • γάρος — ο (AM γάρος, ο, Μ και γάρος, το) 1. η άλμη, η σαλαμούρα μέσα στην οποία διατηρούνται ελιές, ψάρια, λαχανικά κ.λπ. 2. σάλτσα που γίνεται με μικρά ψάρια και αλάτι ή με αλατισμένα εντόσθια ψαριών, λάδι και λεμόνι νεοελλ. 1. φρ. «ο γάρος είναι τού… …   Dictionary of Greek

  • γανώνω — (I) (AM γανόω, ῶ) κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο μσν. νεοελλ. (μτχ.) γανωμένος μεθυσμένος νεοελλ. 1. εξαπατώ, παραπείθω 2. ταλαιπωρώ, ζαλίζω («μού γάνωσε το κεφάλι») αρχ. 1. κάνω κάτι να λάμπει 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”